- πολιτικιά
- η, Νγυναίκα ελευθέριων ηθών, κοινή γυναίκα (α. «επλούτηνε η πολιτικιά κι αγόρασε και ψάθα», παροιμ. φρ.β. «...μαστροποί και πολιτικιές διαλαλούν σάπια θέλγητρα», Σεφέρ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολιτικός — ή, ό / πολιτικός, ή, όν, ΝΜΑ [πολίτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στον πολίτη (α. «πολιτικά δικαιώματα» τα δικαιώματα που συνίστανται στη συμμετοχή τού πολίτη στην άσκηση τής κρατικής εξουσίας και τα οποία είναι: το δικαίωμα τού… … Dictionary of Greek